εἰδυλλίου

εἰδυλλίου
εἰδύλλιον
short
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …   Dictionary of Greek

  • αδωνιάζουσαι — ἀδωνιάζουσαι, αι (Α) αυτές που τελούν τα Αδώνια (επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] …   Dictionary of Greek

  • κηριοκλέπτης — κηριοκλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κηρήθρα, τίτλος τού δέκατου ένατου ειδυλλίου τού Θεόκριτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + κλέπτης (< κλέπτης), πρβλ. ζωο κλέπτης, ιματιο κλέπτης] …   Dictionary of Greek

  • οαριστύς — ὀαριστύς, ύος, ἡ (Α) 1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή 2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 3. ως κύριο όν. τίτλος τού 27ου ειδυλλίου τού Θεοκρίτου 4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» η… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτής — ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ [φαρμακεύω] αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα νεοελλ. φαρμακοποιός αρχ. το θηλ. τίτλος τού β ειδυλλίου τού Θεόκριτου …   Dictionary of Greek

  • Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… …   Dictionary of Greek

  • Βοσκοπούλα ή Βοσκοπούλα η εύμορφη — Τίτλος ποιμενικού ειδυλλίου της κρητικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, από μερικούς όμως το έργο αποδίδεται στον Νικόλαο Δριμυτινό «εξ Αποκορώνου Κρήτης», ο οποίος και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία της Ιταλίας, μία από τις πιο πλούσιες και παλαιότερες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε από τον Κόσιμο τον Παλαιό (1389 1464), λειτουργώντας αρχικά ως ιδιωτική βιβλιοθήκη της οικογένειας των Μεδίκων. Εμπλουτίστηκε από τον γιο του… …   Dictionary of Greek

  • Σενιέ — (Chenier). Επώνυμο δύο Γάλλων ποιητών. 1. Αντρέ (Κωνσταντινούπολη 1762 Παρίσι 1794). Γιος διπλωμάτη, σπούδασε στη Γαλλία, έπειτα ταξίδεψε στην Ελβετία και στην Ιταλία και έζησε τρία χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία ως γραμματέας πρεσβείας. Μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”